παλιμβάκχειος — a reversed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμβακχείοις — παλιμβάκχειος a reversed masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμβακχείου — παλιμβάκχειος a reversed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμβακχείων — παλιμβάκχειος a reversed masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμβακχείῳ — παλιμβάκχειος a reversed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμβάκχειον — παλιμβάκχειος a reversed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek
αντιβάκχειος — ἀντιβάκχειος, ο (Α) μετρικός πους από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή, αλλιώς παλιμβάκχειος ( υ) … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
παλιμβακχειακός — παλιμβακχειακός, ή, όν (ΑΜ) [παλιμβάκχειος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλιμβάκχειο πόδα … Dictionary of Greek