παλιμβάκχειος

παλιμβάκχειος
ή παλιμβακχείος, ο (ΑΜ παλιβάκχειος και παλιμβακχεῑος)
μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή (-U) ή από μία βραχεία και δύο μακρές (U -).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βάκχειος / βακχεῖος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παλιμβάκχειος — a reversed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιμβακχείοις — παλιμβάκχειος a reversed masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιμβακχείου — παλιμβάκχειος a reversed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιμβακχείων — παλιμβάκχειος a reversed masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιμβακχείῳ — παλιμβάκχειος a reversed masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιμβάκχειον — παλιμβάκχειος a reversed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… …   Dictionary of Greek

  • αντιβάκχειος — ἀντιβάκχειος, ο (Α) μετρικός πους από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή, αλλιώς παλιμβάκχειος ( υ) …   Dictionary of Greek

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

  • παλιμβακχειακός — παλιμβακχειακός, ή, όν (ΑΜ) [παλιμβάκχειος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλιμβάκχειο πόδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”